πρωτοτάξιδος

πρωτοτάξιδος
-η, -ο
αυτός που κάνει το πρώτο του ταξίδι: Το καράβι ήταν πρωτοτάξιδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοτάξιδος — η, ο, Ν (για πλοία) αυτός που ταξιδεύει για πρώτη φορά, πρωτόπλους («τώρα, που πρωτοτάξιδο θ απλώσεις τα πανιά σου», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τάξιδος (< ταξίδι), πρβλ. καλο τάξιδος] …   Dictionary of Greek

  • αταξίδευτος — η, ο 1. αυτός που δεν ταξιδεύει ή που δεν έχει ταξιδέψει 2. (για πλοία) καινούργιος, πρωτοτάξιδος 3. (για θάλασσα) που δεν την έχουν διασχίσει ταξιδεύοντας …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπλους — ουν, ΝΑ, και πρωτόπλοος, οον, Α (για πλοία) αυτός που για πρώτη φορά διαπλέει τη θάλασσα, πρωτοτάξιδος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλους το πρώτο πλοίο που ηγείται ναυτικής δυνάμεως η οποία πλέει σε γραμμή παραγωγής αρχ. 1. αυτός που πλέει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”